-
1 συγκρίσει
σύγκρισιςaggregation: fem nom /voc /acc dual (attic epic)συγκρίσεϊ, σύγκρισιςaggregation: fem dat sg (epic)σύγκρισιςaggregation: fem dat sg (attic ionic) -
2 σύγκρισις
A aggregation, combination, condensation, opp. διάκρισις, Ti.Locr.100e, Pl.Ti. 64e, 65c, Arist.Ph. 260b11 sq., Metaph. 984a15, Thphr.Sens.84, Epicur.Ep.1p.19U., etc.; of formation and birth, opp. dissolution ([etym.] διάκρισις), D.H.2.56;διὰ τῆς ποιᾶς σ. τῶν ἀγγείων Sor.2.4
; γεώδους ἀντεχόμενα σ. of an earthy consistency, D.S.1.7.2 in a concrete sense, compound substance, Arist.Mete. 346a16,al., GA 728b2, Thphr.Sens.75, Epicur.Ep.1p.6U., al., Metrod. Fr.9.3 physique, constitution, Sor.1.22,86, al.; ῥέουσαν σ. στῆσαι a collapsing constitution, Herod.Med. ap. Orib.5.27.1; τὴν ὅλην ἐξενεγκεῖν σ. the whole mass or structure (viz. foetus), Sor.2.63.4 σ. δείπνου,= collatio, Gloss.II comparison, Philem.109, Lyr.Alex.Adesp.32;πρὸς ἄλληλα Arist. Top. 102b15
;τῶν ἀψύχων τοῖς ἀψύχοις Plb.6.47.10
; οὐκ ἔχων σ. πρός τι admitting of no comparison with.., i.e. beyond all comparison better, Demetr.Sceps. ap. Ath.14.658b;συγκρίσεις τῆς ῥητορικῆς τῇ φιλοσοφίᾳ Phld.Rh.2.146S.
; συγκρίσει by comparison, Babr.101.8;κατὰ σύγκρισιν Phryn.PS p.1
B., Suid. s.v. συγκριτικῶς; πρὸς σύγκρισιν IG5(2).268.53 (Mantinea, i B.C.), OGI669.56 (Egypt, i A.D.); freq. in late Prose, as Plu.Flam.21, al., Luc.Asin.56.III σ. ἐνυπνίου interpretation of a dream, LXX Ge.40.12, al.;τῆς γραφῆς Thd.Da.5.7
,17.2 decision, PEnteux.8.6 (iii B.C.), BGU1185.27 (i B.C.), PLond.2.359.3 (ii A.D.); ἐν συγκρίσει of land awaiting the decision of the dioecetes whether it shall be assessed for rent, PTeb. 61 (b). 220, cf. 72.149, al. (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκρισις
-
3 ἰσότονος
ἰσό-τονος, ον,2 in Music, of level (unvarying) pitch, Ptol.Harm.1.4; but, in unison, ib.7, 2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσότονος
См. также в других словарях:
συγκρίσει — σύγκρισις aggregation fem nom/voc/acc dual (attic epic) συγκρίσεϊ , σύγκρισις aggregation fem dat sg (epic) σύγκρισις aggregation fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подобиѥ — ПОДОБИ|Ѥ (68), ˫А с. 1.Подобие, сходство, нечто похожее; уподобление: [о Борисе и Глебе] вѣрьныимъ людьмъ тепла˫а заступьника… вьсе˫а вьселены˫а наслажениѥ. мѹжеѹмьныимь съмыслъмь. бѣсовьскѹю дьржавѹ раздрѹшьша˫а. христовъмь подобиѥмь. подающааго … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έναντι — (AM ἔναντι) επίρρ. απέναντι, αντίκρυ, αγνάντια, ενώπιον («ἰδού ἡ γυνή σου ἔναντί σου», ΠΔ Γέν.) νεοελλ. 1. εν συγκρίσει, σχετικά με 2. (λογιστ.) απέναντι, σε αντίκρισμα («έδωσε μια προκαταβολή έναντι όλου τού ποσού», «έναντι λογαριασμού») … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
σύγκριση — η / σύγκρισις, ίσεως, ΝΑ [συγκρίνω] η δια τών αισθήσεων επιδίωξη τού προσδιορισμού τών ομοιοτήτων, τών διαφορών και γενικά τών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή φαινομένων προς τα οποία η προσοχή τού υποκειμένου… … Dictionary of Greek
Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… … Dictionary of Greek